εὐνομίας

εὐνομίας
εὐνομίᾱς , εὐνομία
good order
fem acc pl
εὐνομίᾱς , εὐνομία
good order
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Εὐνομίας — Εὐνομίᾱς , Εὐνομίη fem acc pl Εὐνομίᾱς , Εὐνομίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνομία — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ευνομίας, κόρη του Δία και της Θέμης, αδελφή της Δίκης και της Ειρήνης, με τις οποίες αποτελούσε την τριάδα των Ωρών. Στην Αθήνα τη λάτρευαν μαζί με την Εύκλεια. Ο Τυρταίος ονόμασε ένα ποίημά του …   Dictionary of Greek

  • благозаконьѥ — БЛАГОЗАКОНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Законность, справедливость: стр(с)мъ цр(с)твовати оустра˫а˫а. и суща˫а под нимъ наказа˫а ˫ако. коръмчии оугоденъ держа твердо бл҃гозаконь˫а истинно. (τῆς εὐνομίας) ЖВИ XIV XV, 120б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • συνευνομιώται — οἱ, Α οι συνάρχοντες στο κρητικό αξίωμα τής ευνομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὐνομία + κατάλ. ώτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”